Αποτελεσματική η διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας οπωροκηπευτικών για τα σουπερμάρκετ στην Ελλάδα
Η πρόσφατη μελέτη που ολοκλήρωσε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών σε σχέση με την χαρτογράφηση της αγοράς οπωροκηπευτικών αποκαλύπτει την υγιή λειτουργία της αλυσίδας αξίας στον κλάδο των συγκεκριμένων προϊόντων. Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι συνολικά η εφοδιαστική αλυσίδα λειτουργεί ευεργετικά για τον καταναλωτή, ιδιαίτερα συγκρινόμενη με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό κόστος παραγωγής.
Όπως προκύπτουν από την ανάλυση κόστους που πραγματοποιήθηκε (σχήμα 1), το μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής τιμής παίζει το κόστος παραγωγής κατά 42%, ακολουθεί η Συσκευασία-Διακίνηση-Χονδρικό Εμπόριο κατά 27%, το σημείο Πώλησης Λιανικής στο σουπερμάρκετ με 19% και τέλος ο ΦΠΑ σε ποσοστό 11% (ο ΦΠΑ σήμερα είναι στο 13%). Φυσικά τα ποσοστά διαφοροποιούνται από προϊόν σε προϊόν και από εποχή σε εποχή, καθώς υπάρχουν ιδιαίτερα κόστη που πρέπει να ληφθούν υπόψη (όπως για παράδειγμα η ψύξη συγκεκριμένων προϊόντων). Τα στοιχεία αυτά κόστους είναι παρεμφερή με αντίστοιχη πρόσφατη έρευνα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου.
Επίσης, σε σχέση με τα 10 προϊόντα που εξετάστηκαν, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 51% της εγχώριας κατανάλωσης προκύπτει ότι το 70% προέρχονται από εγχώρια παραγωγή και 30% από εισαγωγές από άλλες χώρες.
Η σύγκριση με την αντίστοιχη Ισπανική αγορά αποκαλύπτει ότι η Ελληνική αλυσίδα αξίας λειτουργεί πολύ πιο αποτελεσματικά από την αντίστοιχη Ισπανική. Τα ιδιαίτερα αναλυτικά στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας της Ισπανίας αποκαλύπτουν ενδιαφέροντα συγκριτικά αποτελέσματα. Προκύπτει καταρχήν μικρότερη μέση τελική τιμή σε σχέση με την Ισπανία. Προκύπτει επίσης πολύ χαμηλότερη τιμή παραγωγού στην Ισπανία. Τέλος, ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η σημαντική διαφορά στην επιβάρυνση της τιμής των οπωροκηπευτικών από το σουπερμάρκετ, η οποία στην Ελλάδα είναι μόλις 23% σε σχέση με 47% στην Ισπανία. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι τα μεγάλα ελληνικά Σουπερμάρκετ έχουν πολύ καλύτερη διαχείριση κόστους εφοδιαστικής αλυσίδας των οπωροκηπευτικών από το Ισπανικό και αισθητά χαμηλότερα κέρδη στα συγκεκριμένα προϊόντα.
Τα στοιχεία του σχήματος 2 (όπου γίνεται μεσοσταθμική ανάλυση 6 πολύ γνωστών οπωροκηπευτικών) εντοπίζουν τις σημαντικές διαφορές με την Ισπανία στο κόστος παραγωγής. Από την ανάλυση προκύπτει ότι το βασικό συγκριτικό μειονέκτημα της ελληνικής παραγωγής είναι η έλλειψη οικονομιών κλίμακας και η προβληματική διαχείριση της ποιότητας (π.χ. μη τήρηση προδιαγραφών για διαφορετικές ποιότητες). Αιτίες είναι η έλλειψη εκπαίδευσης και οργάνωσης των παραγωγών, η αστοχία επιδοτήσεων και άλλων ενισχύσεων με αποτέλεσμα να υπάρχει «λάθος» επικεντρωμένη παραγωγή, ο μικρός κλήρος που ανεβάζει το κόστος, αλλά και το υψηλό κόστος μεταφοράς και διακίνησης.
Προκειμένου να υπάρξει περεταίρω βελτίωση της συγκεκριμένης αγοράς προτείνονται: πρώτον η βελτίωση της παραγωγικότητας στην παραγωγή (π.χ. προώθηση σύγχρονων επενδύσεων, όπως υδροπονική ντομάτα), ενεργοποίηση οργανωμένων συνεργασιών-συνεταιρισμών παραγωγών προκειμένου να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, η βελτίωση της συνεργασίας λιανέμπορου-παραγωγού καθώς και η καταπολέμηση παραεμπορίου.
Στοιχεία μεθοδολογίας:
Τα δεδομένα τιμών προέρχονται από τιμοληψίες ερευνητών του ΙΕΛΚΑ, από τον Οργανισμό Κεντρικών Αγοράς και Αλιείας (ΟΚΑΑ), από το παρατηρητήριο τιμών (www.e-prices.gr) της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου (Υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας). Τα στοιχεία από την Ισπανία βασίζονται σε δεδομένα από το υπουργείο Γεωργίας της Ισπανίας (Ministerio de Agricultura, Alimentación y Medio Ambiente).
Το κριτήρια επιλογής των προϊόντων ήταν το ποσοστό συμμετοχής τους στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
[1] Περιλαμβάνει Πατάτα, Τομάτα, Μήλο, Κρεμμύδι, Πορτοκάλι, Αχλάδι