Τη θετική άποψη των Ελλήνων από την καθημερινή εμπειρία των αγορών τους στα σούπερ μάρκετ, αλλά και την αντιλαμβανόμενη από αυτούς ευρύτερη συνεισφορά του κλάδου των σούπερ μάρκετ στη μακροοικονομική ανάπτυξη της χώρας, έδειξε η πρώτη έρευνα-μελέτη του νεοσύστατου Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), με θέμα «τις ελληνικές καταναλωτικές τάσεις στο λιανεμπόριο τροφίμων».
Η σχετική έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 20 Οκτωβρίου και 6 Νοεμβρίου του 2010, σε δείγμα 1.427 πελατών 13 καταστημάτων πέντε μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, στην Αθήνα και τα προάστιά της, στον Πειραία και στη Θεσσαλονίκη, στην Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Κατά τα 2/3 οι ερωτώμενοι ήταν κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων, ενώ σε ποσοστά 62% ήταν γυναίκες, 65% έγγαμοι, 53% ηλικίας 36-55 ετών και 81% κάτοχοι τουλάχιστον απολυτηρίου λυκείου. Κατά το 34% το μηνιαίο εισόδημά τους ήταν μέχρι 1.000 ευρώ και κατά το 38% μεταξύ 1.000 και 2.000 ευρώ.
Η αξιολόγηση των ερευνητικών δεδομένων, την οποία επιμελήθηκε ο Δρ. Ελ. Κιοσές, έγινε στο επίπεδο της εξέτασης, αφενός, των απόψεων των καταναλωτών σχετικά με την εμπειρία τους από τις αγορές στα σούπερ μάρκετ, η οποία απέδωσε κατά μέσο όρο υψηλή βαθμολογία (5,46 σε κλίμακα 1-7) στα καταστήματα του κλάδου και, αφετέρου, της μελέτης των αντιλήψεών τους για την ευρύτερη μακροοικονομική συνεισφορά του εν λόγω κλάδου στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Και σε αυτό η μέση βαθμολογική κρίση διαμορφώθηκε υψηλά (4,78 στην ίδια κλίμακα), αλλά, όπως συμπεραίνεται, είναι σημαντικό το ποσοστό των καταναλωτών που δεν έχουν σχετικά άποψη, λόγω ελλείμματος ενημέρωσης.
Εμπειρία αγορών
Σύμφωνα με τη μελέτη, πάνω από το 82% των ερωτηθέντων δήλωσαν ικανοποίηση σχετικά με την άνεση των αγορών τους, έναντι μόλις ενός 6% αρνητικών απαντήσεων (βαθμολογικός μέσος όρος 5,86). Αυτό αντανακλά τόσο τη βελτίωση των καταστημάτων από άποψη δομής κι οργάνωσης κατά τα διεθνή πρότυπα, όσο και την αύξηση των επενδύσεων και του εμβαδού στις σάλες πωλήσεων.
Σχετικά με την ταχύτητα των αγορών, οι κατά 72% θετικές κρίσεις των καταναλωτών (βαθμός 5,50) ανταποκρίνονται στις προόδους των σούπερ μάρκετ όσον αφορά στην ικανοποίηση του αιτήματος του σύγχρονου καταναλωτή «να τελειώνει γρήγορα» με τις καθημερινές του ανάγκες –πολύ περισσότερο εφόσον ένα τμήμα του κοινού δεν θεωρεί την επίσκεψη στο κατάστημα διασκέδαση.
Ως προς την ευκολία σύγκρισης και επιλογής διαφορετικών προϊόντων την ίδιας κατηγορίας (ποικιλία επωνυμιών προϊόντων, διαφορετικές τιμές-συσκευασίες και προέλευση κλπ), με ένα 87% θετικών κρίσεων (έναντι 6% αρνητικών), ο βαθμολογικός μέσος όρος που έδωσαν οι ερωτώμενοι ήταν 5,89. Επίσης, η παροχή από το σούπερ μάρκετ μεγάλης ποικιλίας προϊόντων (πχ επώνυμα και καινοτόμα προϊόντα, ποιοτικά κι ελληνικής προέλευσης, ποικιλία φρέσκων και κατεψυγμένων προϊόντων χρήσης κλπ), σε σχέση με τα λοιπά καταστήματα τροφίμων απέσπασε θετικές κρίσεις κατά το 78% (βαθμός 5,52).
Χαμηλότερα αξιολογήθηκε το ερώτημα κατά πόσο η επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ αποτελεί «αγαπημένη οικογενειακή συνήθεια» (βαθμός 5,10), πράγμα που οι ερευνητές απέδωσαν στο γεγονός ότι το 35% των ερωτηθέντων ήταν ανύπαντροι (65% θετικές κρίσεις, 22% αρνητικές, 13% χωρίς γνώμη).
Σούπερ μάρκετ και διατροφή
Με 72% θετικές κρίσεις (βαθμός 5,41), φαίνεται ότι η παροχή βιολογικών προϊόντων από το σούπερ μάρκετ σήμερα αποτελεί δυναμικό στοιχείο αναγνώρισης της συμβολής του τα τελευταία χρόνια στη διατροφική αναβάθμιση της ζωής των Ελλήνων. Από την άλλη πλευρά, η παροχή φρέσκων και υγιεινών τροφίμων από το σούπερ μάρκετ απέσπασε θετικές κρίσεις κατά το 70% (βαθμός 5,31), αν και, όπως υπενθυμίζεται, ο Έλληνας επισκέπτεται τις λαϊκές αγορές και τα κρεοπωλεία.
Ωστόσο, περίπου 1 στους 10 ερωτώμενους εξέφρασαν αρνητική κρίση και κατά το 18% δεν είχαν καν άποψη, πράγμα που δηλώνει ένα σχετικό έλλειμμα επικοινωνίας των σούπερ μάρκετ με το κοινό τους. Οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας λιανεμπόρων-τοπικών παραγωγών, προκειμένου να αναδεικνύεται η διατροφική αξία των προϊόντων τους στο λιανεμπορικό ράφι.
Επίσης, το γεγονός ότι ένα 13% των ερωτώμενων δήλωσαν ότι θεωρούν πως η εμπειρία του σούπερ μάρκετ έχει αρνητική επίδραση στις διατροφικές τους συνήθειες, ενώ κατά το 17% δεν εξέφρασαν άποψη, δείχνει τα περιθώρια εμβάθυνσης της ενημέρωσης των καταναλωτών από παραγωγούς και λιανέμπορους, σχετικά με τις σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια στα διατιθέμενα προϊόντα.
Προσφορές, εκπτώσεις, τιμές
Στην ερώτηση σχετικά με τον βαθμό ικανοποίησης των καταναλωτών από τις προσφορές και τις εκπτώσεις, η κατά 77% έκφραση ικανοποίησης, έναντι μόλις κατά 13% αρνητικής γνώμης (βαθμολογία 5,55) δείχνει το μέτρο της αποτελεσματικότητας των κοινών προσπαθειών προμηθευτών και αλυσίδων όσον αφορά στην υποστήριξη των πελατών τους σε περίοδο οικονομικής κρίσης.
Η διερεύνηση των αντιλήψεων σχετικά με το κατά πόσο η αγορά απορρόφησε την αύξηση του ΦΠΑ (από 19% σε 23% κι από 9% σε 11%), έδειξε ότι κατά το 52% οι ερωτώμενοι θεωρούν ότι οι τιμές αυξήθηκαν, κατά το 31% ότι η αύξηση του ΦΠΑ απορροφήθηκε, ενώ κατά το 17% δεν έχουν άποψη. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα πραγματικά στοιχεία για τις τιμές την περίοδο ακριβώς που πραγματοποιούσαν την έρευνα, έδειχναν ότι στο 75%-80% των προϊόντων η αγορά απορρόφησε μέρος ή το πλήρες ποσοστό της αύξησης του ΦΠΑ, ενώ στο 25%-35% των προϊόντων υπήρξε και υποχώρηση τιμών!
Επομένως εντοπίζεται η επικοινωνιακή αδυναμία των προμηθευτών και του λιανεμπορίου να πείσουν για την ουσιαστική τους μέριμνα σχετικά με τη συγκράτηση των τιμών.
Η συνεισφορά του κλάδου
Το γενικό αποτέλεσμα από την αξιολόγηση της κοινωνικής συνεισφοράς του κλάδου εκ μέρους των καταναλωτών είναι θετικό (άνω του 4 με άριστα το 7). Στην αιχμή των θετικών κρίσεων βρίσκεται η συμβολή του νέου σούπερ μάρκετ στην ανάπτυξη της περιοχής που εδρεύει (λόγω της καλυτέρευσης των τοπικών υποδομών, της αύξησης της επισκεψιμότητας στα παραπλήσια καταστήματα κλπ), με 68% θετικές κρίσεις (βαθμός 5,12).
Σε παρόμοιο επίπεδο θετικών κρίσεων αξιολογείται η συμβολή των σούπερ μάρκετ στην ενίσχυση της ελληνικής περιφέρειας, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, της στήριξης των τοπικών παραγωγών ως προμηθευτών τους, της λειτουργίας υποδομών υποστήριξης των καταστημάτων κλπ.
Όμως, τα αποτελέσματα σχετικά με τη συμβολή του κλάδου στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με θετικές κρίσεις 62% (αρνητικές 21%), είναι χαμηλότερα (βαθμός 4,87), αντανακλώντας την έλλειψη στοιχείων για τη συνεισφορά του κλάδου στα έσοδα του κράτους, στο ΑΕΠ, στην προσφορά θέσεων εργασίας, στις επενδύσεις κλπ.
Η ικανοποίηση των καταναλωτών από τις υποδομές ανακύκλωσης των σούπερ μάρκετ απέσπασε θετικές κρίσεις στο 67% των ερωτώμενων (βαθμός 5,04), δείχνοντας το μέτρο απόδοσης των σχετικών επενδύσεων των αλυσίδων του κλάδου τα τελευταία χρόνια. Όμως, τα χαμηλότερα αποτελέσματα στην αξιολόγηση της συνολικής υπευθυνότητας των αλυσίδων έναντι του περιβάλλοντος, με ένα ποσοστό 21% αρνητικών κρίσεων κι ένα 21% δηλώσεων άγνοιας (βαθμός 4,75), παρά τις αξιόλογες επενδύσεις του κλάδου στη βιώσιμη ανάπτυξη (πχ «πράσινες» εγκαταστάσεις εξοικονόμησης ενέργειας) δείχνουν ασφαλώς τα περιθώρια βελτίωσης της εικόνας του.
Όσον αφορά στην αξιολόγηση του κλάδου, με βάση το κατά πόσο υποστηρίζει τα ελληνικά προϊόντα και παραγωγούς, οι θετικές απαντήσεις ανήλθαν στο 58% (βαθμός 4,93), έναντι 23% αρνητικών, ενώ σε ένα ποσοστό σχεδόν 20% εκφράστηκε αδυναμία άποψης. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, το γεγονός ότι η σημασία του θέματος για την κοινή γνώμη αυξάνει, απαιτούνται ουσιαστικές δράσεις και μεθοδική επικοινωνία εκ μέρους των αλυσίδων για τη σχετική βελτίωση της αντιλαμβανόμενης συνεισφοράς τους.
Εξάλλου, στο ζητούμενο κατά πόσο το λιανεμπόριο τροφίμων συνεισφέρει στην εξάλειψη των μεσαζόντων μεταξύ έλληνα παραγωγού και καταναλωτή, τα αποτελέσματα ήταν οριακά θετικά (49% θετικών κρίσεων, βαθμός 4,32). Το γεγονός δημιουργεί προβληματισμό, δεδομένης της αντικειμενικής αδυναμίας του μέσου καταναλωτή να αξιολογήσει τις σημαντικές επενδύσεις του κλάδου τα τελευταία χρόνια, με σκοπό την αμεσότητα προσέγγισης των οργανωμένων παραγωγών.
Εμπιστοσύνη και βιοτικό επίπεδο
Ως προς το ζητούμενο της εμπιστοσύνης των καταναλωτών απέναντι στον κλάδο οι θετικές κρίσεις ανήλθαν στο 50% των απαντήσεων (βαθμός 4,38), με 30% αρνητικές κρίσεις και 20% ασάφεια γνώμης. Όμως, η εμπιστοσύνη προς τα σούπερ μάρκετ υπερτερεί με μεγάλη διαφορά έναντι της εμπιστοσύνης στους φορείς (κατά σειρά) της υγείας, της κινητής τηλεφωνίας και της κυβέρνησης. Όπως εκτιμούν οι ερευνητές, δεδομένης της κρίσης τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα θετικά για τον κλάδο, αν και υφίσταται ένα ζήτημα ελλείμματος εμπιστοσύνης ενός μέρους των πολιτών έναντί του. Συνιστούν, πάντως, την περιοδική παρακολούθηση των σχετικών τάσεων μέσω ερευνών.
Σχετικά με την αξιολόγηση συνολικά της εμπειρίας των καταναλωτών από τα σούπερ μάρκετ και των κρίσεών τους για τη συνεισφορά τους στο ελληνικό βιοτικό επίπεδο, οι θετικές κρίσεις ανήλθαν στο 64%, έναντι μόλις 13% αρνητικών (βαθμός 4,96). Πάντως, περίπου ένας στους τέσσερις καταναλωτές δεν είχε άποψη, πράγμα που υποδεικνύει την ευκαιρία στον κλάδο να επηρεάσει με ουσιαστική και συνεχή ενημέρωση το κοινό του.
Πιστοί, πρακτικοί κι αδιάφοροι
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, οι καταναλωτές εντάσσονται, με βάση τις κρίσεις τους, σε τρεις διακριτές ομάδες. Η πρώτη, των «πιστών» καταναλωτών, είναι η πολυπληθέστερη (53%) και την αποτελούν πρόσωπα ιδιαίτερα θετικής άποψης αναφορικά με την αγοραστική εμπειρία στο σούπερ μάρκετ και τη γενικότερη συνεισφορά του κλάδου στην οικονομία και το περιβάλλον. Κατά κανόνα εντοπίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα (78%) και αφορά κυρίως σε οικογενειάρχες, που αρέσκονται ιδιαίτερα στις υπηρεσίες που τους παρέχονται εντός των καταστημάτων –μάλιστα, θεωρούν τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ αγαπημένη οικογενειακή συνήθεια.
Τη δεύτερη ομάδα, των «πρακτικών-ουδέτερων καταναλωτών», στην οποία ανήκει το 31% των καταναλωτών, τη χαρακτηρίζει μεν η θετική γνώμη για την αγοραστική εμπειρία τους από τα καταστήματα, αλλά κι η ουδετερότητα απόψεων όσον αφορά στην ευρύτερη συνεισφορά του κλάδου. Σε υψηλό ποσοστό εντοπίζεται στην επαρχία (44%). Τα μέλη της εκτιμούν ιδιαίτερα τις προσφορές, αλλά θεωρούν τις αγορές στα σούπερ μάρκετ περισσότερο «υποχρέωση».
Πιστεύουν, πάντως, ότι αυτά συνεισφέρουν στο βιοτικό τους επίπεδο, στην ανάπτυξη της περιφέρειας και της περιοχής τους και στην ανακύκλωση. Πρόκειται για πρακτικούς ανθρώπους, με ευαισθησία κρίσης, σχετικά με την υπευθυνότητα του κλάδου έναντι του περιβάλλοντος, αλλά και της υποστήριξης των ελληνικών προϊόντων.
Οι «αδιάφοροι-δύσπιστοι» καταναλωτές, που αντιστοιχούν στο 16% του πελατειακού κοινού των σούπερ μάρκετ, θεωρούν τα ψώνια σε αυτά αναγκαίο κακό και εκδηλώνουν δυσπιστία όταν καλούνται να τα αξιολογήσουν. Πρόκειται για άτομα χαμηλού εισοδήματος, προερχόμενα κυρίως από την επαρχία, που εμπιστεύονται περισσότερο τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, των ΜΜΕ και της εκπαίδευσης παρά του λιανεμπορίου τροφίμων.
Η δεύτερη ομάδα του κοινού κατά τους ερευνητές αποτελεί τη μεγαλύτερη ευκαιρία του κλάδου να βελτιώσει την εικόνα και την αναπτυξιακή του πορεία, καθώς την αποτελούν πελάτες του που εκτιμούν την προσφορά των σούπερ μάρκετ, αλλά μόνο με μεθοδική επικοινωνιακή προσέγγιση φαίνεται ότι θα πειστούν για την αξία που προσφέρει στην οικονομία και την κοινωνία ευρύτερα.
Τι είναι το ιελκα
Το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών ιδρύθηκε τον περασμένο Οκτώβριο, με στόχο την προώθηση της επιστημονικής έρευνας και την εκπόνηση μελετών σχετικά με τον κλάδο λιανικής πώλησης των FMCG προϊόντων. Πρόκειται για έναν οργανισμό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με κοινωφελή ερευνητικό σκοπό και κύριο εργαλείο τη διεξαγωγή μελετών και ερευνών από το Επιστημονικό του Συμβούλιο.
Η δραστηριότητά του αποβλέπει στην παροχή αντικειμενικής πληροφόρησης για τα κύρια μεγέθη, τις τάσεις και τα ζητήματα του λιανεμπορίου, σε συνεργασία με παρεμφερή ινστιτούτα, πανεπιστήμια και ενώσεις στην Ελλάδα και διεθνώς, στο πλαίσιο της προώθησης σχετικών ερευνών και εν γένει της ενασχόλησης με τα μείζονα προβλήματα του λιανεμπορίου και των προκλήσεων της ανάπτυξής του. Το ιελκα επιτελεί την αποστολή του, διατηρώντας θέση επιστημονικής και ακαδημαϊκής ουδετερότητας.